μανταλάκι

μανταλάκι
το [μάνταλο]
1. μικρό μάνταλο
2. μικρή λαβίδα από ξύλο ή πλαστικό, με ελατήριο, η οποία χρησιμεύει για τη συγκράτηση απλωμένων ρούχων σε σχοινί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μανταλάκι — το μικρή λαβίδα με ελατήριο που συγκρατεί τα πλυμένα ρούχα στο σκοινί όπου στεγνώνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”